расклеиваться - ορισμός. Τι είναι το расклеиваться
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι расклеиваться - ορισμός


расклеиваться      
несов.
1) Разъединяться, расходиться в местах склейки.
2) а) перен. разг. Приходить в полное расстройство, разлаживаться.
б) Портиться вследствие наступившего ненастья, слякоти (о погоде, дороге).
3) перен. разг. Недомогать, плохо себя чувствовать.
4) Страд. к глаг.: расклеивать.
расклеиваться      
РАСКЛ'ЕИВАТЬСЯ, расклеиваюсь, расклеиваешься, ·несовер.
1. ·несовер. к расклеиться
.
2. страд. к расклеивать
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για расклеиваться
1. - Я не был на грани срыва, не собирался расклеиваться.
2. Гарантийный срок не прошел, а они стали расклеиваться.
3. Конечно, мы не имели права так расклеиваться в Екатеринбурге.
4. Гаев, добавив, что в этом поезде никакой рекламы расклеиваться не будет, передает "Интерфакс". Ирина ВАЛЕРЬЕВА.
5. А расклеиваться не нужно ни под давлением жены, ни без такового.
Τι είναι расклеиваться - ορισμός